-
1 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
2 машина
-ы θ.1. μηχανή•паровая машина ατμομηχανή•
швейная машина ραπτομηχανή•
вязальная машина η πλεκτομηχανή•
печатная машина τυπογραφική μηχανή•
сельскохозяйственные -ы αγροτικές μηχανές•
уборочная машина συλλεκτική μηχανή•
подъёмная машина ανελκυστήρας•
наборочная машина λινοτυπική μηχανή•
машина для стрижки волос κουρευτική μηχανή•
счётная машина λογιστική μηχανή•
собирать -у συναρμολογώ μηχανή.
|| (συνεκδ.) государственная машина η κρατική μηχανή ή μηχανισμός•адская машина ωρολογιακή βόμβα.
2. αυτοκίνητο•легковая машина η κούρσα.
(αθλτ.) ποδήλατο ή μοτοσικλέτα. || γραφομηχανή. || παλ. τραίνο επιβατικό.3. μουσικό μηχανικό όργανο (λατέρνα κ.τ.τ.). -
3 машина
машина ж 1) η μηχανή, швейная \машина η ραπτομηχανή 2) (автомобиль) το αυτοκίνητο* * *ж1) η μηχανήшве́йная маши́на — η ραπτομηχανή
2) ( автомобиль) το αυτοκίνητο -
4 ручной
ручн||ойприл1. τοῦ χεριοῦ, τής χειρός:\ручнойые часы τό ρολόι τοῦ χεριοῦ· \ручнойо́е полотенце ἡ πετσέτα γιά τά χέρια·2. (производимый руками) χειροποίητος:\ручнойа́я работа τό χειροτέχνημα, χειροποίητη ἐργασία· \ручнойа́я вышивка τό κέντημα, τό πλουμίδν3. (приводимый β действие руками) χειροκίνητος:\ручнойа́я мельница ὁ χειρόμυλος, ὁ χερόμυλος· \ручнойа́я швейная машина ἡ χειροκίνητη ραπτομηχανή, ἡ ραπτομηχανή τοῦ χεριοῦ-\ручнойая тележка τό χειραμάξι[ον], τό καρ-ροτσάκι· \ручнойа́я граната воен. ἡ χειροβομ-βίδα [-ίς]· \ручной тормоз τό χερόφρενο·4. (о багаже):\ручнойа́я кладь οἱ ἀποσκευές, οἱ μικροαποσκευές· \ручнойа́я корзина τό ζεμπίλι, τό καλάδι·5. (прирученный) ἐξημερωμένος, δαμασμένος, ήμερος:\ручной медведь ἡ ἐξημερωμένη ἀρκοῦδα· ◊ \ручнойа́я продажа а) (на улице) ἡ πώληση στό δρόμο, б) (в аптеке) ἡ πώληση χωρίς συνταγή· \ручнойые кандалы οἱ χειροπέδες. -
5 машина
маши́н||аж1. ἡ μηχανή, τό μηχάνημα, ὁ μηχανισμός:швейная \машина ἡ ραπτομηχανή· паровая \машина ἡ ἀτμομηχανή· счетная \машина ἡ ἀριθμομηχανή, ἡ λογιστική μηχανή·2. (автомобиль) разг τό αὐτοκίνητο[ν]:легковая \машина ἡ λιμουζίνα· грузовая \машина τό φορτηγό αὐτοκίνητο· санитарная \машина τό ὑγειονομικό αὐτοκίνητο· пожарная \машина ἡ πυροσβεστική ἀντλία· вести́ \машинау ὁδηγώ αὐτοκίνητο·3. перен ἡ μηχανή:государственная \машина ἡ κρατική μηχανἤ военная \машина ἡ στρατιωτική μηχανή, ἡ πολεμική μηχανή· ◊ адская \машина ἡ ὠρολογιακή βόμβα. -
6 ножной
ножн||о́йприл τοῦ ποδιοῦ, τῶν ποδιῶν, ποδικός:\ножнойа́я ванна τό ποδόλουτρο[ν]-\ножнойая швейная машина ἡ ραπτομηχανή τοῦ ποδιοῦ· \ножнойые кандалы τά σίδερα, οἱ ποδοπέδες.